ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ
Είναι πολύ σκληρή εποχή
Μετέφρασε τη Βιρτζίνια Γουλφ, την Έμιλι Μπροντέ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Κόνραντ, τον Τζόις και τον Μπέκετ στα ελληνικά με απαράμιλλο τρόπο. Ένας από τους καλύτερους και πιο έμπειρους μεταφραστές της αγγλόφωνης λογοτεχνίας στην Ελλάδα, ο Άρης Μπερλής μιλά στη LifO για την τέχνη της μετάφρασης που είναι και μαστορική μαζί.
ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΟΥΛΗ ΚΟΥΓΙΑ
Μετάφραση δεν είναι μόνο να κατακτήσεις την τεχνική. H μετάφραση είναι ταυτόχρονα τέχνη, μαστορική - θέλει δουλειά, πολλή δουλειά. Δεν ζωγραφίζεις έναν πίνακα με δυο πινελιές. Aκόμα και μια καλή καρέκλα δεν την φτιάχνεις στο άψε σβήσε. Πόσω μάλλον αν κάνεις λογοτεχνική μετάφραση. Θα έπρεπε λοιπόν να υπάρχουν πολύ αυστηρότεροι όροι εισαγωγής σπουδαστών καθώς και διδασκαλίας. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, κάποιους φοιτητές φιλοσοφίας -πρόσεξε, όμως, με βαθύ, έντονο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία- που ταυτόχρονα επιθυμούν να μεταφράσουν φιλοσοφικά κείμενα. Με τέτοιους σπουδαστές και με εξειδικευμένους διδάσκοντες, θα μπορούσαμε να έχουμε πραγματικά πολύ θετικά αποτελέσματα. Αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στη λογοτεχνία καθώς και σε άλλους κλάδους.
Στο ΕΚΕΜΕΛ δίδαξα τέσσερα χρόνια, αρκετά για να φτάσω σε αυτά τα συμπεράσματα. Διετέλεσα και για ένα σχεδόν χρόνο διευθυντής. Ήθελα να κάνω αλλαγές, αλλά οι αντικειμενικοί παράγοντες δεν βοηθούσαν. Δεν είχα ανταπόκριση ούτε απ' τους συναδέλφους. Έβλεπα ότι το υπάρχον καθεστώς μέσα σε τέσσερα χρόνια είχε αρχίσει να φθίνει.
Γεννήθηκα στην Πάτρα, το 1944, είμαι 63 ετών. Ήρθα στην Αθήνα, όπου σπούδασα ιατρική - δεν τέλειωσα. Εκείνη την εποχή, ήταν η εποχή του '60, δεν σκεφτόμασταν όπως τώρα, σκεφτόμασταν εντελώς διαφορετικά γιατί οι συνθήκες ήταν άλλες. Ήμασταν πιο ρομαντικοί ή πιο ασφαλείς, δεν αισθανόμασταν αυτή την ανασφάλεια που δικαιολογημένα τα παιδιά αισθάνονται σήμερα. Δεν υπήρχε ανεργία, δεν υπήρχε κορεσμός στα επαγγέλματα, ήμασταν χίπηδες. Δεν είχαμε κινητά, αυτοκίνητα, πώς να στο πω, δεν μας ένοιαζε. Δεν ήσουν τότε παρίας ή φτωχός αν δεν τα είχες αυτά. Ενώ τώρα η κόρη μου δεν μπορεί να μην τα έχει, δεν γίνεται, θα μπει στο περιθώριο. Ήταν άλλες εποχές, όταν εγώ ήμουν έφηβος, μιλάμε για τη δεκαετία των Beatles, του Γκίνσμπεργκ.
Δεν είχα σαφή προσανατολισμό στη λογοτεχνία - παρ' όλο που μετέφραζα ήδη από 13 ετών, γιατί μου άρεσε πολύ, δεν σκεφτόμουν από νωρίς να σπουδάσω λογοτεχνία. Όταν πήγα στην Αγγλία, είχε ωριμάσει η πρόθεσή μου να κάνω λογοτεχνία, μα ούτε εκεί σπούδασα, διότι δεν μου άρεσε το πανεπιστήμιο ως θεσμός. Ήμασταν dropouts τότε, πολλοί. Τώρα δεν υπάρχουν dropouts. Για μας το dropping out of the university ήταν πολιτική πράξη. Δεν μας ικανοποιούσε η θεσμοθετημένη εκπαίδευση. Διαβάζαμε άλλα πράγματα, τα οποία πιστεύαμε ότι είναι πιο απελευθερωτικά, πιο ενδιαφέροντα. Είχαμε πολιτικές απόψεις, ήμασταν αριστεροί.
Δεν έχω τυπικούς τίτλους. Κι αισθάνομαι υπερήφανος γι' αυτό, ότι χωρίς τυπικούς τίτλους είμαι αυτό που είμαι. Φυσικά, δεν θεωρώ τον εαυτό μου παράδειγμα προς μίμηση για τα σύγχρονα παιδιά, διότι έχουν αλλάξει εντελώς οι συνθήκες. Δεν είναι πια η εποχή που ένας αυτοδίδακτος μπορεί να σταθεί και να ευδοκιμήσει. Ενώ εκείνες οι εποχές ευνοούσαν τους αυτοδίδακτους. Τότε ήταν πολύ πιο χαλαρά, πολύ πιο ελεύθερα, η προσωπική ικανότητα μπορούσε να καλλιεργηθεί και να εκτιμηθεί ιδιαίτερα - κι απ' αυτό δεν έχω παράπονο. Αλλά αυτό δεν θα το συνιστούσα πια, ούτε στην κόρη μου ούτε στα νέα παιδιά, τα οποία δεν φταίνε βέβαια, αλλά αλλάξανε όλα τα πράγματα, τα πάντα. Ζούμε σ' εντελώς άλλη εποχή.
Είναι πολύ σκληρή εποχή. Ειδικά για τα παιδιά. Αν σκεφτείς μόνο το τι τραβάνε για να περάσουν στο πανεπιστήμιο. Χάνουν τα εφηβικά τους χρόνια, ιδρώνοντας μες στα φροντιστήρια για να περάσουν σε πανεπιστήμια τα οποία δεν παρέχουν σωστά εφόδια. Ειδικά στις ανθρωπιστικές σπουδές. Και γνωρίζουν πια τα ίδια τα παιδιά ότι τα πτυχία που θα πάρουν θα είναι υποβαθμισμένα σε σχέση με πτυχία του εξωτερικού. Εξού και όλη αυτή η ανησυχία κι όλη αυτή η ανασφάλεια και τα συλλαλητήρια και οι διαμαρτυρίες, όλα προέρχονται -και είναι απολύτως δικαιολογημένα- απ' την ανασφάλεια που έχουν.
Είμαι πολύ απαισιόδοξος για την κατάσταση των πραγμάτων. Αλλά αυτό σιγά σιγά δεν θα είναι πια δική μου ευθύνη, εγώ θ' αποχωρήσω. Όχι, δεν βιάζομαι. Όχι, καθόλου. Είμαι ακόμα ενεργός. Αλλά θα πρέπει οι νέοι να αναλάβουν σιγά σιγά τις ευθύνες τους, δηλαδή τις πολιτικές, εν προκειμένω, ευθύνες. Όχι κομματικές, εννοώ βαθύτατα πολιτικές. Ν' αλλάξουν κάποια πράγματα. Κάποια πράγματα πρέπει ν' αλλάξουν. Το ξέρουμε όλοι ότι πρέπει ν' αλλάξουν. Μόνο που τα παιδιά, επειδή ακριβώς δεν έχουν καθόλου προσωπικό χρόνο να σκεφτούν, ν' αναζητήσουν, έχουν πέσει σ' αυτή την πολιτική αδράνεια.
Επέστρεψα στην Αθήνα με την πτώση της χούντας. Ξεκίνησα με τη μετάφραση των ποιημάτων του Άλλεν Γκίνσμπεργκ, με τον οποίo είχα και αλληλογραφία τότε. Τον συνάντησα αργότερα, όταν ήρθε εδώ, πριν από δέκα χρόνια περίπου. Αυτός με αναζήτησε -διότι δεν είχαμε ποτέ συναντηθεί- και τον γνώρισα γέρο πια και πολύ ευπαθή. Μετά από δυο χρόνια πέθανε, ήταν ήδη άρρωστος. Ήταν μεγάλη επιτυχία αυτό το βιβλίο τότε, πολύ μεγάλη, τεράστια επιτυχία. Έγινε best seller, μέσα σε 2 μήνες εξαντλήθηκαν 3.000 αντίτυπα. Ήταν διψασμένοι οι νέοι - ακριβώς μετά τη χούντα. Eίχαν ακουστά για την ποίηση των beat και για τον Γκίνσμπεργκ κι ήταν πραγματικά διψασμένοι γι' αυτό το άλλο πράγμα, το οποίο δεν γνώριζαν.
Ύστερα έφυγα απ' αυτού του είδους τα βιβλία και τα διαβάσματα, πήγα σε άλλα, εντελώς διαφορετικά. Μετά από μια περίοδο όχι τόσο παραγωγική αλλά άκρως εποικοδομητική, περίοδο μελέτης, με κέρδισε ο μοντερνισμός: Βιρτζίνια Γουλφ, Τζέιμς Τζόις, Γουίλλιαμ Φώκνερ, Φραντς Κάφκα, Σάμιουελ Μπέκετ. Το κίνημα του μοντερνισμού ήταν πολύ σπουδαίο κίνημα στην πεζογραφία. Ήταν μια πολύ μεγάλη επανάσταση στην παγκόσμια λογοτεχνία, κατά την οποία οι παλαιοί τρόποι ξεπεράστηκαν. Έχουμε εδώ μια ρήξη με την παλαιά μυθιστοριογραφία, σε βαθμό που ποτέ πριν δεν είχε ξαναγίνει. Κατά καιρούς σ' όλη την ιστορία της λογοτεχνίας είχαμε κάποιες -ας πούμε- αλλαγές, διαφοροποιήσεις, εξελίξεις. Αλλά εδώ η ρήξη ήταν πολύ έντονη κι είχε σχέση με το νέο αιώνα, τον 20ό αιώνα, είχε σχέση με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και με το μεγάλο πεσιμισμό που επικράτησε, λόγω των καταστροφών και των θανάτων.
Οπωσδήποτε, δεν είναι απαραίτητη η θεωρία για να είναι κανείς καλός μεταφραστής. Τις περισσότερες φορές θα διαπιστώσεις ότι η θεωρία μιλάει για πράγματα τα οποία έχεις συναντήσει και αντιμετωπίσει στη μεταφραστική διαδικασία. Η θεωρία δεν κάνει τον καλό μεταφραστή. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, κάποιες φορές να τον παγιδεύει. Γι' αυτό χρειάζεται να είσαι σ' εγρήγορση, να μην παγιδευτείς στα σχήματα, να έχεις εμπιστοσύνη στις δυνατότητές σου και να δουλεύεις πολύ, αυτό είναι το πιο σημαντικό, η διαρκής άσκηση.
Η θεωρία της μετάφρασης προσπαθεί να βρει τύπους, νόμους, κανόνες τού τι τελείται σ' ένα κείμενο που μεταφέρεται από τη μια γλώσσα στην άλλη κι όχι τού πώς μεταφράζεις. Γιατί κάτι τελείται, ανεξαρτήτως του μεταφραστή. Κι αυτό είναι καθαρά θέμα γλώσσας: πώς και τι παθαίνουν τα κείμενα από τη μια γλώσσα στην άλλη. Και παθαίνουν πολλά πράγματα. Μπαίνουν σ' ένα εντελώς άλλο γραμματικό, φωνολογικό, συντακτικό σύμπαν, σε μιαν άλλη γλώσσα.
Οι γλώσσες δεν συμπίπτουν, έχουν διαφορετικές γραμματικές κατηγορίες. Βέβαια στις ευρωπαϊκές γλώσσες πολλά πράγματα συμπίπτουν, ενώ σε κάποιες άλλες τα συστήματα είναι εντελώς διαφορετικά. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και στις συγγενείς γλώσσες υπάρχουν διαφορές. Ακόμα και στα πιο απλά πράγματα μπορεί να συναντήσεις διαφορές. Οι υποδηλώσεις της αγγλικής λέξης «bread» είναι διαφορετικές από αυτές της λέξης «ψωμί».
Το μετάφρασμα είναι σαν πρωτότυπο κείμενο σε μια νέα γλώσσα. Βεβαίως διατηρεί σχέση με το πρωτότυπο, αλλά ταυτόχρονα είναι κείμενο αυτοτελές. Όχι, δεν θα έλεγα τόσο εύκολα ότι ο μεταφραστής είναι δημιουργός όπως ο συγγραφέας, διότι ακολουθεί οδηγίες, δεν κάνει ό,τι θέλει, είναι δεμένος χειροπόδαρα. Ακολουθεί τις οδηγίες που βρίσκονται πίσω απ' τις γραμμές του κειμένου. Το πρωτότυπο κείμενο λειτουργεί σαν κείμενο οδηγιών. Δηλαδή ο τρόπος που είναι γραμμένο σου δίνει οδηγίες, τις οποίες οφείλεις ν' αποκωδικοποιήσεις και ν' ακολουθήσεις -κι αυτό γίνεται αυτόματα- για να φτιάξεις ένα άλλο κείμενο σε μια άλλη γλώσσα. Αυτό φαίνεται καθαρά αν μεταφράσει κανείς έμμετρη ποίηση με ομοιοκαταληξία. Το ίδιο είναι με όλα τα κείμενα, αλλά δεν είναι πάντα φανερό. Στην έμμετρη ποίηση είναι απλώς πολύ πιο φανερό. Αλλά γίνεται το ίδιο με κάθε κείμενο. Δεν είναι συνειδητό τις περισσότερες φορές, κυρίως όταν μεταφράζεις πεζό και μάλιστα πεζό της ρεαλιστικής γραφής, του οποίου οι μεταφορές δεν είναι τόσο έντονες, όπως είναι στην ποίηση.
Όλοι οι συγγραφείς που μετέφρασα μ' έχουν επηρεάσει, αλλά όχι, δεν νομίζω ότι ταυτίζομαι με κάποιον. Πιο πολύ επηρεάστηκα από τις γυναίκες: την Έμιλι Μπροντέ, τη Βιρτζίνια Γουλφ. Αλλά βέβαια και ο Τζόις, ο Μπέκετ, ο Τζόζεφ Κόνραντ. Φυσικά και άλλοι - και Έλληνες: ο Καβάφης, ο Ελύτης, όχι τόσο ο Σεφέρης. Υπάρχουν ορισμένα σύγχρονα έργα τα οποία είναι πολύ αξιόλογα, αλλά δεν θα έλεγα ότι είμαι φανατικός αναγνώστης κάποιου νεότερου συγγραφέα, είμαι ολίγον συντηρητικός. Γιατί, για να επανέλθω σ' αυτό που λέγαμε στην αρχή, πιστεύω ότι η υπόθεση της λογοτεχνίας έχει λήξει, κι όλα πια είναι απλώς μιμήσεις κι ανακυκλώσεις παραδομένου υλικού.
Ναι, σύμφωνοι, όλα έχουν ειπωθεί ευθύς εξαρχής από τον Όμηρο και τους τραγικούς και παρ' όλα αυτά δεν έκλεισε η λογοτεχνία. Αλλά οι μοντερνιστές μίλησαν μ' έναν εντελώς άλλον τρόπο, με άλλη φωνή, χρησιμοποίησαν άλλες μορφές. Και δεν πρέπει να νομίζουμε ότι οι μορφές είναι ανεξάντλητες, δεν είναι - κάποτε εξαντλούνται. Όπως εξαντλούνται και οι πολιτισμικές πηγές γενικότερα και δεν περπατάει άλλο το πράγμα. Σιγά σιγά έχουμε απομιμήσεις, ανακυκλώσεις, ώσπου σταδιακά σταματάει κι αυτό, στερεύουν όλα. Κάτι άλλο μπορεί να βγει. Μπορεί να βγουν κι άλλες μορφές τέχνης. Δεν είμαι προφήτης. Και δεν με αφορά. Είναι θέμα των επερχόμενων γενιών. Αλλά η άποψή μου είναι ότι οι μορφές εξαντλούνται, ήδη έχουν εξαντληθεί. Όπως έγινε και με την κλασική μουσική, έκανε τον κύκλο της. Το ίδιο συμβαίνει σε όλα.
Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, εξελίσσεται και διαμορφώνεται. Η μετάφραση παίζει πολύ σημαντικό και μάλιστα πολύ θετικό ρόλο, διότι εισάγει στη γλώσσα άλλα περιεχόμενα, τα οποία λόγω της μετάφρασης ελληνοποιούνται. Λέγοντας ότι εισάγει περιεχόμενα, εννοώ -με την ευρεία έννοια- ότι εισάγει ευαισθησίες, συγκινήσεις, μορφές που η δική μας λογοτεχνία δεν καλλιέργησε. Εμείς δεν είχαμε μοντερνιστές. Όταν λοιπόν μεταφράζεις Γουλφ αναγκάζεσαι να πλουτίσεις την ελληνική γλώσσα με περιεχόμενα, μορφές κι ευαισθησίες που δεν υπήρχαν και τις οποίες αποτυπώνεις πια στη δική σου γλώσσα. Απ' αυτή την πλευρά είναι πολύ σπουδαία η δουλειά της μετάφρασης. Αν έχεις να μεταφράσεις ένα επιστημονικό κείμενο -κι εκεί είναι σπουδαία δουλειά- μεταφράζεις τα περιεχόμενα, το content, ιδέες, σκέψεις, συμπεράσματα. Στη λογοτεχνία είναι πολύ βαθύτερο κι ευρύτερο, γιατί μεταφράζεις και τον τρόπο. Απομιμείσαι στη δική σου γλώσσα τρόπους άλλης ευαισθησίας, οι οποίοι τρόποι δεν υπήρχαν πριν στη γλώσσα σου και τους δημιουργείς κατά κάποιον τρόπο εσύ εξαρχής, τους φτιάχνεις, πλουτίζεις τη γλώσσα.
Η ελληνική γλώσσα δεν τείνει στη φθορά. Αυτά τα λένε διάφοροι πολύ συντηρητικοί κύκλοι, οι οποίοι φοβούνται κάθε εξέλιξη, φοβούνται τη χρήση ξένων λέξεων. Αυτά είναι γλωσσαμυντορικές τάσεις, τις οποίες δεν συμμερίζομαι καθόλου. Μπορεί κι εμένα να μη μ' αρέσει πολλές φορές η διάλεκτος κάποιων νέων, αλλά δεν είναι δική μου δουλειά να κρίνω και να πω ότι η γλώσσα είναι σε έκπτωση, όχι. Το θεωρώ λάθος αυτό και το θεωρεί λάθος κι η επίσημη γλωσσολογία. Μια ζωντανή γλώσσα συνεχώς αλλάζει. Βρίσκεται διαρκώς σ' ένα μεταβατικό στάδιο. Αν ήταν να μιλάμε όλοι σωστά ελληνικά, θα πάγωνε η γλώσσα, θα ήταν νεκρή. Ξέρουν οι νέοι, βγάζουν καταπληκτικές χρήσεις, μερικές βέβαια δεν είναι και τόσο εύστοχες, αλλά οι περισσότερες είναι ωραιότατες - κι αυτές σταδιακά αφομοιώνονται και ενσωματώνονται στην καθομιλουμένη γλώσσα.
Δεν είναι ότι είμαι αισιόδοξος. Η γλώσσα απειλείται πράγματι, αλλά απειλείται από άλλα πράγματα: τηλεόραση, mass media. Ο λόγος έχει υποχωρήσει μπροστά στην εικόνα. Βέβαια, αυτό είναι κάτι που φοβάμαι, αλλά δεν θα μπορούσα να πω ότι οπωσδήποτε αυτό προοιωνίζεται ένα μέλλον όπου ο λόγος, η γλώσσα, δεν θα υπάρχει. Δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο. Αλλά φοβάμαι ότι υπάρχουν κίνδυνοι, λόγω αυτού του βομβαρδισμού που υφιστάμεθα από εικόνες, να πέσει η γλώσσα σε κάποιου είδους αχρησία, όχι απόλυτη, σχετική. Έπειτα μην ξεχνάς ότι η εικόνα αποθαρρύνει κατά κάποιον τρόπο τους νέους απ' το να διαβάζουν. Αλλά κι εκεί ακόμα έχω πάλι τις αμφιβολίες μου, γιατί βλέπω ότι βγαίνουν πολλά βιβλία, πάρα πολλά βιβλία. Άρα υπάρχει κάποιο αναγνωστικό κοινό. Παρ' όλο που έχω κάποιους φόβους, δεν είμαι κατηγορηματικός. Δεν ξέρω αν μπορούμε να αισιοδοξούμε ή αν είναι προτιμότερο να παραμείνουμε επιφυλακτικοί. Ας περιμένουμε, ας αφήσουμε το χρόνο να δώσει την ευκαιρία στα πράγματα να κατασταλάξουν κι ας δούμε τότε τι θα βγει.
O Άρης Μπερλής έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Γκίνσμπεργκ, Γουλφ, Τζόις, Μπροντέ, Γιάκομπσον, Κόνραντ, Πόε, Μπέκετ και Θέσινγκερ. Επίσης έχει δημοσιεύσει τα "5 (+2) Δοκίμια για τον Ελύτη" (Ύψιλον, 1992) και "Κριτικά Δοκίμια" (Ύψιλον, 2001)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
http://euliekougia.wordpress.com/%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%BB%CE%AE%CF%82/
Δημοσίευση σχολίου